- μογισαψεδάφα
- μογισαψεδάφᾱ , μογισαψεδάφαhardly touching the groundfem nom/voc/acc dualμογισαψεδάφᾱ , μογισαψεδάφαhardly touching the groundfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μογισαψεδάφα — μογισαψεδάφα, ἡ (Α) ως επίθ. (κωμική λ. για την ποδάγρα) αυτή που μόλις αγγίζει το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγις «μόλις, μετά βίας» + θ. αψ τού ἅπτομαι + ἔδαφος] … Dictionary of Greek